ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
ἀμφίκειμαι (Α) κεῑμαι1. κείμαι γύρω ή επάνω σε κάτι2. συσσωρεύομαι, στιβάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κεῖμαι.