ὑπερθεματισμός

From LSJ
Revision as of 08:30, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθεμᾰτισμός Medium diacritics: ὑπερθεματισμός Low diacritics: υπερθεματισμός Capitals: ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hyperthematismós Transliteration B: hyperthematismos Transliteration C: yperthematismos Beta Code: u(perqematismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A overbidding, Gloss., Charis. p.553K.

German (Pape)

[Seite 1196] ὁ, das Ueberbieten, Sp.

Greek Monolingual

ο / ὑπερθεματισμός, ΝΜ ὑπερθεματίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπερθεματίζω, η προσφορά υψηλότερης τιμής σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία
νεοελλ.
1. (νομ.) έγγραφο αγοραπωλησίας με το οποίο οι συναλλασσόμενοι επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την αγοραπωλησία σαν να μην έγινε στην περίπτωση που θα παρουσιαστεί κάποιος τρίτος με καλύτερους όρους
2. μτφ. κάθε είδους υπερβολή
μσν.
πέρασμα πέρα από τα όρια της επαρχίας.