διάστρεμμα

From LSJ
Revision as of 18:09, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστρεμμα Medium diacritics: διάστρεμμα Low diacritics: διάστρεμμα Capitals: ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ
Transliteration A: diástremma Transliteration B: diastremma Transliteration C: diastremma Beta Code: dia/stremma

English (LSJ)

ατος, τό,    A wrench, dislocation, Hp.Off.23.

Greek (Liddell-Scott)

διάστρεμμα: -ατος, τό, στρέβλωσις, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. κατ᾽ Ἰητρ. 748.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación, desviación Hp.Mochl.37, Off.23, Prorrh.2.10, Gal.18(2).888.

Greek Monolingual

το (AM διάστρεμμα) διαστρέφω
βίαιη μετατόπιση οστού από άρθρωση, εξάρθρωση, στραμπούλισμα, βγάλσιμο («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι»)
μσν.
διαφωνία

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie.