διανακλάομαι
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
Pass., A to be reflected, Arist.Pr.934a22.
Greek (Liddell-Scott)
διανακλάομαι: παθ., ἐντελῶς ἀντανακλῶμαι, Ἀριστ. Προβλ. 23. 23.
Spanish (DGE)
reflejarse τῷ διανακλᾶσθαι ἀθρόον τὴν ὄψιν ... πρὸς τὸ φῶς Arist.Pr.934a22.
Russian (Dvoretsky)
διανακλάομαι: отражаться (ἡ ὄψις διανακλᾶται Arst.).