δολιχοδρομέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A run the δόλιχος, Aeschin. 3.91.
German (Pape)
[Seite 654] den Dolichos laufen, Aesch. 3, 91; στάδιον Poll. 3, 146.
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχοδρομέω: τρέχω τὸν δόλιχον, Αἰσχίν. 66. 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fournir la course du long stade.
Étymologie: δολιχοδρόμος.
Spanish (DGE)
correr el δόλιχος Aeschin.3.91, ὁ δὲ ἄριστα δολιχοδρομήσων τοὺς μὲν ὤμους καὶ τὸν αὐχένα κεκρατύσθω Philostr.Gym.32, cf. Tz.Comm.Ar.2.385.13.
Greek Monotonic
δολῐχοδρομέω: μέλ. -ήσω, τρέχω τον δόλιχον, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
δολιχοδρομέω: совершать большой пробег Aeschin.
Middle Liddell
δολῐχοδρομέω, fut. -ήσω
to run the δόλιχος, Aeschin. [from δολῐχοδρόμος]