εἰδότως
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
Adv. of εἰδώς, A knowingly, Aeschin.1.111; as one who knows, scientifically, Arist.Ph.188a5.
German (Pape)
[Seite 724] kundig, geschickt; Aesch. 1, 111; Arist. phys. ausc. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδότως: ἐπίρρ. τοῦ εἰδώς, ἐν γνώσει, ἐκ προνοίας, Αἰσχίν. 15. 40, Ἀριστ. Φυσ. 1, 4, 12.
French (Bailly abrégé)
adv.
sciemment, avec connaissance.
Étymologie: εἰδώς.
Spanish (DGE)
adv. sobre εἰδώς con conocimiento εἰ. καὶ σαφῶς Aeschin.1.111, op. ἀνεπιστάτως M.Ant.6.42, cf. Poll.5.144
•científicamente οὐκ εἰ. μὲν λέγεται, ὀρθῶς δὲ λέγεται Arist.Ph.188a5.
Greek Monolingual
(AM εἰδότως) επίρρ.
με τέλεια γνώση, επιστημονικά.
Greek Monotonic
εἰδότως: επίρρ. του εἰδώς, εν γνώσει, με επίγνωση, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
εἰδότως:
1) со знанием дела (διεξιέναι περὶ τοῦ πράγματος Aeschin.);
2) сознательно (οὐ εἰ. μὲν λέγεσθαι, ὀρθῶς δέ Arst.).