εἰρέω
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
A say, only in Ep. part. fem. εἰρεῦσαι Hes.Th.38; for εἰρήσομαι, εἴρημαι, v. ἐρῶ. II εἰρεῦντα· ἐρωτῶντα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 735] ion. = ἐρέω, εἴρηκα, u. s. w. S. ερ.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρέω: Ἰων. ἀντὶ ἐρέω, λέγω· εὑρισκόμενον μόνον ἐν τῇ θηλ. Ἐπ. μετοχ. εἰρεῦσαι Ἡσ. Θ. 38. Περὶ εἰρήσομαι, εἴρηται, ἴδε ἐν. λ. ἐρῶ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. εἴρω².
Spanish (DGE)
• Alolema(s): beoc. dud. Ϝιρίω Corinn.2.1.19
• Morfología: [pres. part. ac. masc. εἰρεῦντα Hsch., plu. nom. fem. εἰρεῦσαι Hes.Th.38]
hablar de, mencionar εἰρεῦσαι τά τ' ἐόντα τὰ τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα Hes.l.c., cf. Corinn.l.c., εἰρεῦντα· ἐρωτῶντα Hsch.
Greek Monotonic
εἰρέω: Ιων. αντί ἐρέω, λέω, Επικ. μτχ. θηλ. γένους εἰρεῦσαι, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
εἰρέω: эп.-ион. = εἴρω II.