εἰσοδεύω
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
A = εἴσειμι, εἰ. καὶ ἐξοδεύειν PRyl.162.25 (ii A.D.), cf. Sammelb.6152.14.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσοδεύω: εἰσέρχομαι, Ἀνδρ. Κρήτης 1004Α, ἐν δὲ τῇ λειτουργικῇ, τελῶ τὴν εἴσοδον, εἰσοδεύει μετὰ τοῦ Πατριάρχου Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 192, 19, κ. ἀλλ. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. κη΄.
Spanish (DGE)
1 entrar, introducirseref. una ciudadela o un recinto sagrado οὐδὲ εἰσοδεύειν εἴων οὐδένα Aristeas 102, en un santuario διὰ τῆς χειρίστης βίας ἀτακτότερον εἰσοδεύοντες IFayoum 112.14 (I a.C.), cf. 2Apoc.23, en el cuerpo ἀργαλέον ἆσθμα τὸ ... μὴ κατὰ φύσιν εἰσοδεῦον Eust.1048.44, c. compl. de lugar εἰς ἃς (ἀρούρας) εἰσοδεύσει καὶ ἐξοδεύσει διὰ τῆς ἐκ λιβὸς ... θύρας PMich.788.13, cf. PRyl.162.25 (ambos II d.C.).
2 econ. ingresar, pagar οὐκ ὁλίον εἰσώδευσαν ICos ED 192.30 (I a.C.)
•en v. pas. τὸ εἰσοδευόμενον ἡ μῖν κέρδος PMasp.156.15, cf. 158.18 (ambos VI d.C.).
Greek Monolingual
(AM εἰσοδεύω)
εισπράττω ως εισόδημα, σοδιάζω
μσν.- νεοελλ.
(για λειτουργό) τελώ την είσοδο
αρχ.
εισέρχομαι.