εὐκατάστατος

From LSJ
Revision as of 20:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάστᾰτος Medium diacritics: εὐκατάστατος Low diacritics: ευκατάστατος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: eukatástatos Transliteration B: eukatastatos Transliteration C: efkatastatos Beta Code: eu)kata/statos

English (LSJ)

ον,    A well-fixed, firmly established, διάθεσις Alex.Aphr.Pr.1.87, cf. Asp.in EN106.11; τὰ τοῦ τόνου εὐ. γίνεται A.D.Adv.157.16.

German (Pape)

[Seite 1074] gut eingerichtet, feststehend, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάστᾰτος: -ον, ἐν καλῇ καταστάσει, στερεός, εὐσταθής, ἀπαθής, ἥσυχος, Ἐφρ. Σύρ. τ. 3. σ. 138Α, κλ. - Ἐπίρρ. εὐκαταστάτως, εὐσταθῶς, ἀταράχως, Μακάρ. 517D.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατάστατος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, ο εύπορος, ο πλούσιος
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσωπα και πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο τοποθετημένος καλά, ο σταθερός
2. (για κρήνη) αυτή που τρέχει αδιάκοπα, ασταμάτητα.
επίρρ...
εὐκαταστάτως (ΑΜ)
στερεά, σταθερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-στατός (< καθ-ίστημι)].