εὐπαίδευτος

From LSJ
Revision as of 20:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαίδευτος Medium diacritics: εὐπαίδευτος Low diacritics: ευπαίδευτος Capitals: ΕΥΠΑΙΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: eupaídeutos Transliteration B: eupaideutos Transliteration C: efpaideftos Beta Code: eu)pai/deutos

English (LSJ)

ον,    A well-educated, well-trained, Hp.Art.43, cf. E.Or.410; τῶν ἄλλων -ότατοι Phld.Piet.65; docile, of an elephant, Philostr.VA2.11; εὐπαίδευτόν ἐστι it is a thing easily learnt, c. inf., Hp.Art.1; εὐ. ἐπιστολή a scholarly letter, D.H.Pomp.1.1. Adv. -τως Aret.CD1.3: Comp. -ότερον Athenoclesap.Ath.5.177e.

German (Pape)

[Seite 1086] wohl erzogen, gebildet, gelehrt, Hippocr.; D. Hal. u. a. Sp., καὶ πολυμαθ ής Ath. IX, 379 d, öfter. – Auch adv., Sp.; εὐπαιδευτότερον Ath. V, 177 e.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαίδευτος: -ον, καλῶς πεπαιδευμένος, καλῶς ἠσκημένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· εὐπαίδευτόν ἐστι, εἶναι ἔργον ἐμπείρου ἀνδρός, μετ’ ἀπαρ., αὐτόθι 780· ἐπιστολὴ εὐπαίδευτος, δεικνύουσα τὴν εὐπαιδευσίαν τοῦ γράψαντος αὐτήν, Διον. Ἁλ. πρὸς Γν. Πομπ. ἐν ἀρχῇ. - Ἐπίρρ. -τως, Συγκρ. -ότερον, Ἀθήν. 177Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐπαίδευτος, -ον)
μορφωμένος, πολυμαθής
αρχ.
1. αυτός που δείχνει, που δηλώνει πολυμάθειαεὐπαίδευτος ἐπιστολή», Διον. Αλ.)
2. φρ. «εὐπαίδευτόν ἐστι» — είναι έργο μορφωμένου ανθρώπου.
επίρρ...
ευπαιδεύτως (Α εὐπαιδεύτως)
με ευπαίδευτο τρόπο, με τρόπο που φανερώνει πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παιδευτός (< παιδεύω)].