εὐθυπορία
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ἡ, A straightness of course, Pl.Lg.747a, Arist.Aud.802a30. II straightness of grain in wood, Thphr.HP5.6.2.
German (Pape)
[Seite 1071] ἡ, das Gehen in gerader Richtung, der gerade Weg, Plat. Legg. V, 747 a; Arist. u. Sp. Beim Holze, das Geradeausgehen der Poren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυπορία: ἡ, εὐθύτης πορείας, τὸ κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν πορεύεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 747Α, Ἀριστ. περὶ Ἀκουσ. 34. ΙΙ. εὐθύτης πόρων ἐν τοῖς δένδροις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 2.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐθυπορία) ευθύπορος
η πορεία σε ευθεία διεύθυνση
μσν.
η ενάρετη ζωή
αρχ.
(για ξύλα) η ευθύτητα στη διάταξη τών ινών.
Russian (Dvoretsky)
εὐθῠπορία: ἡ прямой путь, прямолинейное движение Plat., Arst.