εὐπερίληπτος

From LSJ
Revision as of 20:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίληπτος Medium diacritics: εὐπερίληπτος Low diacritics: ευπερίληπτος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: euperílēptos Transliteration B: euperilēptos Transliteration C: efperiliptos Beta Code: eu)peri/lhptos

English (LSJ)

ον,    A easily embraced, Hippiatr.14.    2 metaph., limited, ὑποθέσεις Plb.7.7.6.    II easy to comprehend, ἀνθρώπῳ Porph.Abst.3.4.

German (Pape)

[Seite 1088] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίληπτος: -ον, εὐκόλως περιλαμβανόμενος· ἐντεῦθεν, συνεσταλμένος, στενός, Πολύβ. 7. 7, 6. ΙΙ. εὐκόλως κατανοούμενος, Πορφυρίου περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπερίληπτος, -ον)
αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, ο ευκολονόητος
αρχ.
1. αυτός που συνοψίζεται εύκολα
2. συνεκδ. ο μη διεξοδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-ληπτός (< περιλαμβάνω)].

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίληπτος: легко охватываемый, т. е. небольшой, узкий (ὑπόθεσις εὐ. καὶ στενή Polyb.).