εὐμίσητος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
[ι], ον, A well-hated, in Sup., X.Cyr.3.1.9, Longin.Rh. p.198 H.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμίσητος: ῑ, ον, ἀξιομίσητος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 9, ἐν τῷ Ὑπερθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait détestable;
Sp. εὐμισητότατος.
Étymologie: εὖ, μισέω.
Greek Monotonic
εὐμίσητος: [ῑ], -ον, αξιομίσητος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐμίσητος: (ῑ) глубоко ненавистный Xen.