εὔθλαστος
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ον, (θλάω) A easily indented or bruised, Arist.Mete.386a26, Hero Spir.1 Praef., Gp.9.17.3.
German (Pape)
[Seite 1069] leicht zu zerquetschen, Arist. Meteor. 4, 9; Geop.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθλαστος: -ον, (θλάω) εὔθραυστος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 12.
Greek Monolingual
εὔθλαστος, -ον (ΑΜ)
αυτός που θραύεται, που κομματιάζεται εύκολα, ο εύθραυστος («ὁ βλαστός ἀσθενέστερος γίνεται καὶ εὔθλαστος», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θλαστός (< θλω «σπάζω, συντρίβω»)].
Russian (Dvoretsky)
εὔθλαστος: легко раздавливаемый, легко растирающийся (χειρί Arst.).