θρασυπτόλεμος
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, A bold in war, IG9(1).871 (Corc.).
German (Pape)
[Seite 1216] kriegskühn, Ep. ad. 728 (App. 201).
Greek (Liddell-Scott)
θρασυπτόλεμος: -ον, τολμηρὸς ἐν πολέμῳ, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 201.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intrépide à la guerre.
Étymologie: θρασύς, πτόλεμος.
Greek Monolingual
θρασυπτόλεμος, -ον (Α)
τολμηρός στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλο-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος.
Greek Monotonic
θρασυπτόλεμος: -ον, γενναίος στον πόλεμο, σε Ανθ. Π.