κατάντημα

From LSJ
Revision as of 22:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάντημα Medium diacritics: κατάντημα Low diacritics: κατάντημα Capitals: ΚΑΤΑΝΤΗΜΑ
Transliteration A: katántēma Transliteration B: katantēma Transliteration C: katantima Beta Code: kata/nthma

English (LSJ)

ατος, τό,    A end, goal, LXXPs.18(19).7, Sch. Ar.Ra.1026; κ. σκέψεως Sch.E.Hec.744; result, PSI6.698.5 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1366] τό, der Ausgang, das Begebniß, Sp.; ἐλαῖαι οὖσαι κατ. τοῦ δρόμου, Ende, Schol. Ar. Ran. 1026.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντημα: τό, τέλος, τέρμα, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΗ΄, 7)· «ἐλαῖαι οὖσαι κατάντημα τοῦ δρόμου», τέλος, πέρας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1026· συμβάν.

Greek Monolingual

το (AM κατάντημα) καταντώ
νεοελλ.
άσχημη κατάσταση, κακή κατάληξη
μσν.-αρχ.
τέρμα, κατάληξη.