κατάσπιλος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ον, A blemished, βοῦς Porph. Abst.4.7.
German (Pape)
[Seite 1380] befleckt, Porphyr.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσπῐλος: -ον, σπίλων ἢ κηλίδων κατάπλεος, πλήρης, λίαν μεμολυσμένος, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 4. 7.
Greek Monolingual
κατάσπιλος, -ον (Α)
γεμάτος κηλίδες, κηλιδωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σπιλος (< σπίλος «κηλίδα»), πρβλ. ά-σπιλος, υπό-σπιλος].