καταμωκάομαι
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
A mock at, c. gen., Plu.Demetr.13, Epict.Ench.22: c. acc., Anon. ap. Suid.: abs., LXX 2 Ch.30.10, Hld.7.25, Sch.A.R.3.791.
German (Pape)
[Seite 1364] verspotten, verlachen, τινός, Plut. Demetr. 13; Epict. enchir. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταμωκάομαι: ἀποθ., ἐμπαίζω, καταγελῶ, ἄνευ πτώσεως, κλωγμὸς συριττόντων, καταμωκωμένων· μετὰ γεν., Πλουτ. Δημήτρ. 13, Ἐπικτ. Ἐγχειριδ. 22· μετ’αἰτ., Κλήμ. Ἀλ. 106, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· «καταμωκᾶσθαι, κατειρωνεύεσθαι, διασύρειν, κωμῳδεῖν, διακωμῳδεῖν, τωθάζειν», ὡς συνώνυμα μνημονεύει ὁ Πολυδ. Ϛ΄, 200, (πρβλ. τὸ Γαλλ. (se) moquer de).
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
se moquer de, gén. .
Étymologie: κατά, μωκάω.
Greek Monotonic
καταμωκάομαι: αποθ., εμπαίζω, κοροϊδεύω, τινος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
καταμωκάομαι: смеяться, насмехаться (τινος Plut.).
Middle Liddell
Dep. to mock at, τινος Plut.