κεραυνοκλόνος
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Full diacritics: κεραυνοκλόνος | Medium diacritics: κεραυνοκλόνος | Low diacritics: κεραυνοκλόνος | Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΚΛΟΝΟΣ |
Transliteration A: keraunoklónos | Transliteration B: keraunoklonos | Transliteration C: keravnoklonos | Beta Code: keraunoklo/nos |
ον, A causing the din of the thunderbolt, PMag.Par.1.599.
κεραυνοκλόνος, -ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρι-κλόνος.