ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Full diacritics: κωποξύστης | Medium diacritics: κωποξύστης | Low diacritics: κωποξύστης | Capitals: ΚΩΠΟΞΥΣΤΗΣ |
Transliteration A: kōpoxýstēs | Transliteration B: kōpoxystēs | Transliteration C: kopoksystis | Beta Code: kwpocu/sths |
ου, ὁ, (κώπη, ξύω) A oar-maker, SIG1000.17 (Cos), Gloss.
κωποξύστης, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.