κοιτωνίτης

From LSJ
Revision as of 09:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτωνίτης Medium diacritics: κοιτωνίτης Low diacritics: κοιτωνίτης Capitals: ΚΟΙΤΩΝΙΤΗΣ
Transliteration A: koitōnítēs Transliteration B: koitōnitēs Transliteration C: koitonitis Beta Code: koitwni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,    A chamberlain, Arr.Epict.1.30.7, Gal.14.624, POxy.471.84 (ii A.D.); κ. Καίσαρος IG14.1664.

German (Pape)

[Seite 1471] ὁ, Kammerdiener; Arr. Epict. 1, 30, 7; Galen.; früher κατακοιμιστής.

Greek (Liddell-Scott)

κοιτωνίτης: -ου, ὁ, θαλαμηπόλος Γαλην. 8. 837, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 30, 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 6418.

Greek Monolingual

ο (AM κοιτωνίτης, Μ θηλ. κοιτωνίτισσα) κοιτών
νεοελλ.
ένδυμα που φοριέται στον κοιτώνα ή, γενικά, μέσα στο σπίτι
μσν.-αρχ.
θαλαμηπόλος, καμαριέρης.