κορύμβη

From LSJ
Revision as of 15:12, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορύμβη Medium diacritics: κορύμβη Low diacritics: κορύμβη Capitals: ΚΟΡΥΜΒΗ
Transliteration A: korýmbē Transliteration B: korymbē Transliteration C: korymvi Beta Code: koru/mbh

English (LSJ)

ἡ,    A = κόρυμβος ΙΙ, Asius Fr.Ep.13.5 K.

Greek (Liddell-Scott)

κορύμβη: ἡ, πρβλ. κόρυμβος ΙΙ, Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 525F.

Greek Monolingual

κορύμβη, ἡ (Α)
κόρυμβος, κότσος της γυναικείας κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κόρυμδος κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -η].