κρήδεσμον

From LSJ
Revision as of 15:14, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρήδεσμον Medium diacritics: κρήδεσμον Low diacritics: κρήδεσμον Capitals: ΚΡΗΔΕΣΜΟΝ
Transliteration A: krḗdesmon Transliteration B: krēdesmon Transliteration C: kridesmon Beta Code: krh/desmon

English (LSJ)

κεφαλόδεσμον, Hsch. κρηῆναι, κρήηνον,    A v. κραίνω. κρηθεῖν· κακολογεῖν, Id. κρῆθεν, Adv., v. κράς ΙΙ.

Greek Monolingual

κρήδεσμον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κεφαλόδεσμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρή-δεσμον
το α' συνθετικό κρη- ανάγεται πιθ. στη λ. κάρα «κεφάλι» (πρβλ. και κρήδεμνον) και το β' συνθετικό -δεσμον < δέω «δένω»].