κυλλόπους

From LSJ
Revision as of 10:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλόπους Medium diacritics: κυλλόπους Low diacritics: κυλλόπους Capitals: ΚΥΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kyllópous Transliteration B: kyllopous Transliteration C: kyllopous Beta Code: kullo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,    A club-footed, Aristodem.8; θεοί Agatharch.7.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων κυλλούς, στρεβλοὺς πόδας, χωλόπους, Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 338Α, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 444. 10.

Greek Monolingual

κυλλόπους, -πουν (Α)
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + -πους (< πούς), πρβλ. πλατύ-πους, ωκύ-πους].