λευχείμων
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (εἷμα) A clad in white, Phint. ap. Stob.4.23.61a; λεώς Ph.2.188, cf. Orph.H.51.11, Aristid.Or.48(24).31.
German (Pape)
[Seite 36] ον, weißgekleidet, Phint. Stob. fl. 74, 61; Orph. H. 50, 10.
Greek (Liddell-Scott)
λευχείμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἐνδεδυμένος λευκά, Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 53.
Greek Monolingual
-ονος, ο, η (AM λευχείμων, -ονος)
αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο-είμων, λαμπρο-είμων].