λευκασία

From LSJ
Revision as of 15:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκᾰσία Medium diacritics: λευκασία Low diacritics: λευκασία Capitals: ΛΕΥΚΑΣΙΑ
Transliteration A: leukasía Transliteration B: leukasia Transliteration C: lefkasia Beta Code: leukasi/a

English (LSJ)

ἡ,    A = λεύκωσις ΙΙ, of artificial pearls, PHolm.3.6.

Greek Monolingual

λευκασία, ἡ (Α)
1. (για τεχνητά διαμάντια ή μαργαριτάρια) λεύκωση
2. δερματική νόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκαίνω + επίθημα -σία κατά το σχήμα σημαίνω: σημασία.