λευκόσφυρος

From LSJ
Revision as of 10:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόσφῠρος Medium diacritics: λευκόσφυρος Low diacritics: λευκόσφυρος Capitals: ΛΕΥΚΟΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: leukósphyros Transliteration B: leukosphyros Transliteration C: lefkosfyros Beta Code: leuko/sfuros

English (LSJ)

ον,    A white-ankled, Ἥβα Theoc.17.32.

German (Pape)

[Seite 35] mit weißen Knöcheln, Ἥβη, Theocr. 17, 32.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόσφῠρος: -ον, ἔχων λευκὰ σφυρά, Ἥβα Θεόκρ. 17. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux talons blancs.
Étymologie: λευκός, σφυρόν.

Greek Monolingual

λευκόσφυρος, -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»)].

Greek Monotonic

λευκόσφῠρος: -ον (σφυρόν), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, λευκά ή γυμνά πόδια, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόσφῠρος: белоногий (Ἣβα Theocr.).

Middle Liddell

λευκό-σφῠρος, ον σφυρόν
white-ankled, Theocr.