λιθοβολία

From LSJ
Revision as of 10:47, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοβολία Medium diacritics: λιθοβολία Low diacritics: λιθοβολία Capitals: ΛΙΘΟΒΟΛΙΑ
Transliteration A: lithobolía Transliteration B: lithobolia Transliteration C: lithovolia Beta Code: liqoboli/a

English (LSJ)

ἡ,    A throwing of stones, Hp. Fract.2 (pl., v.l. for λιθοβόλησις), D.S.3.49.    II stoning, Sch. A.Eu.189.    III neut. pl. λιθοβόλια, τά, festival at Troezen, Paus. 2.32.2.

German (Pape)

[Seite 44] ἡ, das Steinwerfen, Steinigen; D. Sic. 3, 49; Schol. Aesch. Eum. 189.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοβολία: ἡ, τὸ ῥίπτειν λίθους, Ἱππ. Ἀγμ. 751, Διόδ. 3. 49. ΙΙ. τὸ διὰ λίθων φονεύειν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 189, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ λευσμός.

Greek Monolingual

η (AM λιθοβολία) λιθοβολώ
1. η βολή λίθων
2. η θανάτωση με πετροβόλημα
νεοελλ.
αθλητικό αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής ρίχνει λίθο, κν. λιθάρι.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοβολία: ἡ забрасывание (врага) камнями, камнеметание Diod.