μελανοφόρος
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ον, A wearing black, Sch.E.Ph.324.
German (Pape)
[Seite 120] schwarze Kleider tragend, Schol. Eur. Phoen. 338.
Greek Monolingual
μελανοφόρος και μελανηφόρος, -ον (ΑM, Μ και μελαμφόρος, -ον)
αυτός που φορά μαύρα ενδύματα
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ρασοφόρος, μοναχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -φόρος].