μεταλλεύς
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
έως, ὁ, A = μεταλλευτής, Lys.Fr.89 S., Pl.Lg.678d, IG2.3260b: in pl., Max.Tyr.6.2 (cj.), 17.2; title of plays by Pherecrates and Nicomachus. II a kind of ant, Hsch.
German (Pape)
[Seite 149] ὁ, wie μεταλλευτής, der Bergmann; Plat. Legg. III, 678 d; D. Sic. 20, 94 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλεύς: ὁ, = μεταλλευτής, Πλάτ. Νόμ. 678D., Λυσ. παρ’ Ἁρπ.· ― παρ’ Ἡσυχ., εἶδος μύρμηκος.
Greek Monolingual
μεταλλεύς, -έως, ὁ (Α) μέταλλον
1. μεταλλευτής, μεταλλωρύχος
2. ως κύριο όν. Μεταλλεύς
τίτλος έργων του Φερεκράτους και του Νικομάχου
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος μυρμηγκιού.
Russian (Dvoretsky)
μεταλλεύς: έως ὁ рудокоп, горнорабочий Plat., Diod.