μετασκηνόω
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
A shift an encampment, D.S.14.32, J.AJ3.5.1: metaph., τὸ κοινὸν πάντων ἄγαλμα μ. παρ' ἑτέρους Him.Ecl.13.13.
German (Pape)
[Seite 154] das Zelt, die Wohnung verändern, wo anders hinziehen, D. Sic. 14, 32 u. Ios.
Greek (Liddell-Scott)
μετασκηνόω: κυρίως μεταβαίνω εἰς ἄλλην σκηνήν, ἀλλὰ καὶ μεταβαίνω εἰς ἄλλον τόπον, Διοδ. 14. 32, Ρήτορες (Walz) τ. 3, 583, 25.
Russian (Dvoretsky)
μετασκηνόω: менять жилье, т. е. переселяться Diod.