μισητικός

From LSJ
Revision as of 12:38, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσητικός Medium diacritics: μισητικός Low diacritics: μισητικός Capitals: ΜΙΣΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: misētikós Transliteration B: misētikos Transliteration C: misitikos Beta Code: mishtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A inclined to hate, Arr.Epict.1.18.9.

German (Pape)

[Seite 190] zum Hassen geneigt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., μετὰ μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
haineux.
Étymologie: μισέω.

Greek Monolingual

μισητικός, -ή, -όν (Α) μισητός
ο επιρρεπής στο μίσος, στο να μισεί.
επίρρ...
μισητικῶς (Α)
με μισητικό τρόπο, με μίσος.