μυελόθεν
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
= Lat. A medullitus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 213] aus dem Marke, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μυελόθεν: Ἐπίρρ. ἀντὶ ἐκ μυελοῦ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
μυελόθεν (Α)
επίρρ. από τον μυελό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. παιδιό-θεν)].