ναυστολία
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ἡ, A going by sea, naval expedition, Id.Andr.795 (lyr.), Str.16.2.23.
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, das zu Schiffe Fahren, die Seefahrt, Eur. Andr. 797.
Greek (Liddell-Scott)
ναυστολία: ἡ, τὸ διὰ θαλάσσης πορεύεσθαι, ναυτικὴ ἐκστρατεία, Εὐρ. Ἀνδρ. 795, Στράβ. 757.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
expédition maritime.
Étymologie: ναύστολος.
Greek Monolingual
ναυστολία, ἡ (Α) ναύστολος
1. ταξίδι με πλοίο
2. ναυτική αποστολή.
Greek Monotonic
ναυστολία: ἡ, πορεία διά θαλάσσης, ναυτική επιχείρηση, εκστρατεία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ναυστολία: ἡ морское путешествие, морской поход Eur.
Middle Liddell
ναυστολία, ἡ,
a going by sea, naval expedition, Eur.