μυρμηκιά

From LSJ
Revision as of 23:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκιά Medium diacritics: μυρμηκιά Low diacritics: μυρμηκιά Capitals: ΜΥΡΜΗΚΙΑ
Transliteration A: myrmēkiá Transliteration B: myrmēkia Transliteration C: myrmikia Beta Code: murmhkia/

English (LSJ)

or μυρμηκ-ία, ἡ,    A ant-hill, Dinol.12 (nisi leg. -ιᾶν), Arist. HA534b23, Thphr.Sign.22.    II metaph.,    1 throng of people, as in a crowded lecture-room, Hsch.; also μ. ἀγαθῶν Com.Adesp. 828.    2 ᾄδων (sic Fritzsche pro ἄγων) ἐκτραπέλους μυρμηκιάς trills and arpeggios, Pherecr.145.23; cf. μύρμηξ 1.2.    III wart, differing from ἀκροχορδών, which has a neck, whereas μυρμηκία spreads under the skin, also the irritation caused thereby, which was compared to the creeping of ants, Hp.Liqu.4, Ph.2.225, Dsc.1.68, Heliod. ap.Orib.45.14.1, Poll.4.195.    2 similar disease in a horse, Hippiatr. 82.

German (Pape)

[Seite 220] ἡ, Ameisenhaufe; Arist. H. A. 4, 8; Luc. Icarom. 19, Plut. u. a. Sp. Sprichwörtlich ὁ πτύσας εἰς μυρμηκιὰν οἰδεῖ τὰ χείλη, Hesych. u. A.; μ. ἀγαθῶν ἐπὶ πλήθους εὐδαιμονίας, Zen. 1, 11. – Übertr., eine Menge, eine Versammlung, z. B. von Schülern, dah. Hesych. es auch erkl. ἐπὶ διδασκαλείου καὶ συμφοιτήσεως.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκιά: ἢ -ία, ἡ, φωλεὰ μυρμήκων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27, Θεοφρ. π. Σημείων Ὑδάτ. κτλ. 1. 22· - μεταφορ., πλῆθος ἀνθρώπων, πυκνὸν ἀκροατήριον, ἐπὶ διδασκαλείου, Ἡσύχ.· μ. λόγων Εὐστ. Πονημ. 326. 18· μ. ἀγαθῶν αὐτόθι 194. 46. ΙΙ. μεταφορ., ᾄδων (κατὰ τὸν Fritzsche ἀντὶ ἄγων) ἐκτραπέλους μυρμηκιὰς Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 23, ἐπὶ τῆς ἀνοήτου οἰήσεως κιθαριστοῦ ἢ ἀοιδοῦ, ὅστις ἀναβιβάζει καὶ καταβιβάζει τὴν φωνὴν αὑτοῦ ἐν τῇ μουσικῇ κλίμακι καὶ κατὰ πάντα τρόπον ἀναμιγνύει τοὺς φθόγγους, ὥστε περιπλέκει αὐτοὺς ὥς τινα μυρμήκων φωλεάν· πρβλ. Meineke ἐν τόπῳ· ὁ Ἀριστοφ. καλεῖ τὰς τοιαύτας διακοσμήσεις τῆς ποιήσεως μύρμηκος ἀτραπούς, Θεσμ. 100. ΙΙΙ. ἐξάνθημα σαρκῶδες ἐν τῇ παλάμῃ τῆς χειρὸς ἢ ἐν τῷ πέλματι τοῦ ποδὸς διαφέρον ἀπὸ τῆς ἀκροχορδόνος, ἥτις ἔχει στενὴν τὴν βάσιν καὶ νομίζει τις ὅτι κρέμαται ἐκ χορδῆς, ἐν ᾧ ἡ μυρμηκιὰ πλατεῖαν ἔχει τὴν βάσιν καὶ ἐξαπλοῦται ὑπὸ τὸ δέρμα· ὡσαύτως δὲ σημαίνει καὶ τὸν ἐξ αὐτῆς ἐρεθισμόν, ὅστις ὁμοίαν αἴσθησιν ἐμποιεῖ πρὸς τὰ δήγματα μυρμήκων καὶ πρὸς τὸν ἐξ αὐτῶν κνησμόν, Λατ., formicatio Πολυδ. Δ΄, 195, πρβλ. Παῦλ. Αἰγ. 4. 15· - παρὰ Κέλσῳ 5, μυρμήκια, τά.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυρμηκιά)
βλ. μυρμηγκιά (Ι).