νεώνητος

From LSJ
Revision as of 13:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώνητος Medium diacritics: νεώνητος Low diacritics: νεώνητος Capitals: ΝΕΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: neṓnētos Transliteration B: neōnētos Transliteration C: neonitos Beta Code: new/nhtos

English (LSJ)

ον,    A newly bought, of slaves, Ar.Eq.2, Timocl.7.2, Ph.2.73, cf. Ar.Pl.769; κύνες Aristo Stoic.1.88; ἀγρός App.BC4.41.

German (Pape)

[Seite 249] neuerdings, eben erst gekauft, Ar. Equ. 2 Plut. 769, von Sklaven, wie Luc. navig. 19.

Greek (Liddell-Scott)

νεώνητος: -ον, ὁ νεωστὶ ἀγορασθείς, ἐπὶ δούλων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 2, Πλ. 769.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement acheté.
Étymologie: νέος, ὠνέομαι.

Greek Monolingual

νεώνητος, -ον (Α)
(για δούλους) αυτός που αγοράστηκε πρόσφατα, νεοαγορασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ώνητος (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ-ώνητος].

Greek Monotonic

νεώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νεώνητος: недавно или только что купленный (sc. ὁ δοῦλος Arph., Luc., Plut.).

Middle Liddell

νε-ώνητος, ον,
newly bought, of slaves, Ar.