ξυλοπώλιον
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
τό, A lignarium, Gloss.
Greek Monolingual
ξυλοπώλιον, τὸ (Α) ξυλοπώλης
κατάστημα όπου πωλούνται ξύλα, ξυλάδικο.