ξυρός

From LSJ
Revision as of 13:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρός Medium diacritics: ξυρός Low diacritics: ξυρός Capitals: ΞΥΡΟΣ
Transliteration A: xyrós Transliteration B: xyros Transliteration C: ksyros Beta Code: curo/s

English (LSJ)

ὁ,    A = ξυρόν, Archipp.45, Alciphr.3.66, v.l. in AP11.288 (Pall.) ; ξ. εἰς ἀκόνην, prov. of lucky meetings, Suid.

German (Pape)

[Seite 283] nach Hesych. adjectivisch, ὀξύς, ἰσχνός. ὁ, seltenere u. spätere Form = Vorigem; Archipp. bei Poll. 10, 177; D. Hal. 3, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρός: ὁ, σπάνιος καὶ μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» 3· ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «παροιμία πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ ὄνος εἰς ἄχυρα» Σουΐδ.

Greek Monolingual

ξυρός, ὁ (Α)
1. ξυράφι
2. παροιμ. «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η παροιμία «ὄνος εἰς ἄχυρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. αττ. τ. της λ. ξυρόν.