παρίπταμαι
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A = παραπέτομαι, Diog.Oen.25, Aesop.140.
German (Pape)
[Seite 523] (s. ἵπταμαι), bei späteren Schriftstellern Nebenform von παραπέτομαι, vorbeifliegen, ἢν μυῖα παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); auch = übertreffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ παραπέτομαι, Μελέαγρ. 41, Φιλόστρ. 739, κλ.
Greek Monolingual
Α
παραπέτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵπταμαι «πετώ»].
Russian (Dvoretsky)
παρίπταμαι: пролетать мимо Anth.