παρεμποδών
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
Adv. A in the way, Procop. Gaz.Ep.127, Alex. Trall.2.
German (Pape)
[Seite 515] wie ἐμποδών, im Wege, hinderlich, nur Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμποδών: Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐμποδών, «ἐμπόδιον», Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 157.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ως εμπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + επίρρ. ἐμποδών «ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί εμπόδια»].