περίκλυσμα

From LSJ
Revision as of 15:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκλυσμα Medium diacritics: περίκλυσμα Low diacritics: περίκλυσμα Capitals: ΠΕΡΙΚΛΥΣΜΑ
Transliteration A: períklysma Transliteration B: periklysma Transliteration C: periklysma Beta Code: peri/klusma

English (LSJ)

ατος, τό,    A wash, lotion gloss on περινήματα, Gal.19.130.

German (Pape)

[Seite 580] τό, das Bespülen, Bespritzen, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλυσμα: τό, πλύσις, λοῦσις, πανταχόθεν, Γαλην. Ἱππ. γλωσσ. ἐξηγ. σ. 542 ἐν λ. περινήματος, ἣν ἑρμηνεύει «περικλύσματος».

Greek Monolingual

τὸ, Α περικλύζω
πλύσιμο ή λούσιμο ολόκληρης της επιφάνειας.