περιπλάνιος

From LSJ
Revision as of 16:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλᾰνιος Medium diacritics: περιπλάνιος Low diacritics: περιπλάνιος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΑΝΙΟΣ
Transliteration A: periplánios Transliteration B: periplanios Transliteration C: periplanios Beta Code: peripla/nios

English (LSJ)

ον, poet. for    A περιπλανής, βίος AP7.736 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 587] poet. für περιπλανής, βίος, Leon. Tar. 55 (VII, 736).

Greek (Liddell-Scott)

περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ περιπλανής, Ἀνθ. Π. 7. 736.

Greek Monolingual

-ον, Α περιπλανής
(ποιητ. τ.) περιπλανώμενος, περιπλανής.

Greek Monotonic

περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, (πλάνη), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

περιπλάνιος: Anth. = περιπλανής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπλάνιος -ον [περιπλανάομαι] zwervend.

Middle Liddell

περι-πλά˘νιος, ον, πλάνη, Anth.]