πιαντικός
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., Apollon.Lex. A s.v. πίονα ἔργα.
German (Pape)
[Seite 612] = Vorigem, Apoll. Lex.
Greek (Liddell-Scott)
πῑαντικός: -ή, -όν, = τῷ προηγουμ., Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λέξ. πίονα ἔργα.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πιαίνω
πιαντήριος.