πολυτεχνής
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
ές, A wrought with much art, Orph.A.585.
German (Pape)
[Seite 674] ές, künstlich gearbeitet, Orph. Arg. 583.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτεχνής: -ές, ὁ μετὰ πολλῆς τέχνης εἰργασμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 583.
Greek Monolingual
-ές, Α
κατασκευασμένος με πολλή τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. α-τεχνής. Η οξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].