πολυφορία
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
ἡ, A productiveness, X.Oec.19.19, Poll.1.240.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, das Vieltragen, die Fruchtbarkeit, Xen. Oec. 19, 19 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠφορία: ἡ, πολλὴ εὐφορία, Ξεν. Οἰκ. 19, 19, Πολυδ. Α΄ 240.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grande fertilité.
Étymologie: πολυφόρος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πολυφόρος
ευφορία, πολυκαρπία, γονιμότητα.
Greek Monotonic
πολῠφορία: ἡ, μεγάλη ευφορία, παραγωγικότητα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πολυφορία: ἡ плодородие, плодовитость Xen.
Middle Liddell
πολῠφορία, ἡ,
productiveness, Xen. [from πολῠφόρος]