προμάντευμα
From LSJ
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
English (LSJ)
ατος, τό, A prediction, Ael.Fr.329. 2 presentiment, Mich.in PN77.10.
German (Pape)
[Seite 733] τό, Weissagung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προμάντευμα: τό, πρόρρησις, προφητεία, Σουΐδ. ἐν λ. τόνον, Βυζ.
Greek Monolingual
τὸ, ΝΜΑ, και προμάντεμα, Ν προμαντεύω
πρόρρηση, προφητεία
νεοελλ.-μσν.
προαίσθηση.