προσκαταίρω

From LSJ
Revision as of 15:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταίρω Medium diacritics: προσκαταίρω Low diacritics: προσκαταίρω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΙΡΩ
Transliteration A: proskataírō Transliteration B: proskatairō Transliteration C: proskatairo Beta Code: proskatai/rw

English (LSJ)

1 aor. -κατῆρα, τῷ στόλῳ    A sail down against, D.S.11.61.

German (Pape)

[Seite 768] (s. αἴρω), τῷ στόλῳ, mit der Flotte aufbrechen, D. Sic. 11, 61.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταίρω: καταπλέω ἐναντίον τινός, ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατῆρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον Διόδ. 11. 61.

Greek Monolingual

Α
καταπλέω εναντίον κάποιου («ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατήρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταίρω «εφορμώ, απέρχομαι»].

Russian (Dvoretsky)

προσκαταίρω: приплывать, прибывать (τῷ στολῳ ἐπὶ τὸ στρατόπεδον Diod.).