προσκαταπλάσσω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A apply as a plaster, Heras ap. Gal.12.819, Paul.Aeg.3.81, Paraphr. Poet.de herb.86.
Greek Monolingual
ΜΑ
βάζω κατάπλασμα επί πλέον, εφαρμόζω ως έμπλαστρο επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταπλάσσω «επαλείφω, βάζω έμπλαστρο»].