πυρευτικός

From LSJ
Revision as of 15:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρευτικός Medium diacritics: πυρευτικός Low diacritics: πυρευτικός Capitals: ΠΥΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pyreutikós Transliteration B: pyreutikos Transliteration C: pyreftikos Beta Code: pureutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for fishing by torchlight, πυρευτική (sc. θήρα) Pl.Sph.220d; cf. πυρία ΙΙ.    II for burning, χρεία Thphr.HP 5.1.12.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρευτικός: -ή, -όν, (πυρευτὴς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετὰ πυρσοῦ ἁλιείαν, πυρευτικὴ (ἐξυπακ. θήρα) Πλάτ. Σοφιστ. 220D· πρβλ. πυρία ΙΙ. ΙΙ. (πυρεύω) ὁ πρὸς καῦσιν κατάλληλος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 12.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πυρεύω
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο ψάρεμα με πυρσούς, στο πυροφάνι
2. ο κατάλληλος για καύση
3. το θηλ. ως ουσ.πυρευτική
νυχτερινό ψάρεμα με πυρσούς, πυροφάνι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρευτικός -ή -όν [πυρεύω] horend bij het vissen bij fakkellicht:. πυρευτικὴ θήρα visvangst bij het licht van fakkels Plat. Sph. 220d.