σιδηροκατάδικος

From LSJ
Revision as of 22:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροκατάδῐκος Medium diacritics: σιδηροκατάδικος Low diacritics: σιδηροκατάδικος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΑΤΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: sidērokatádikos Transliteration B: sidērokatadikos Transliteration C: sidirokatadikos Beta Code: sidhrokata/dikos

English (LSJ)

ον,    A condemned to the iron, i.e. mutilated, Suid. s.v. σπάδων.

German (Pape)

[Seite 879] zum Schwerte verurtheilt, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροκατάδῐκος: -ον, ὁ εἰς σίδηρον καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
καταδικασμένος σε ποινή που εκτελείται με τον σίδηρο, δηλαδή σε ακρωτηριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κατάδικος.